- οκναλέος
- ὀκναλέος, -α, -ον (Α)(ποιητ. τ.) οκνηρός.επίρρ...ὀκναλέως (Α)με οκνηρία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄκνος (Ι) + κατάλ. -αλέος (πρβλ. θαρρ-αλέος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀκναλέη — ὀκναλέος fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκναλέοις — ὀκναλέος masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκναλέου — ὀκναλέος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκναλέους — ὀκναλέος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)